ημίζωος

ημίζωος
ἡμίζωος, -ον (Α)
μισοζωντανός, μόλις ζωντανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -ζωος (< ζωή), πρβλ. αεί-ζωος, πολύ-ζωος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ημίζως — ἡμίζως, ὁ (Α) ἡμίζωος, μισοζωντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ζως (< ζωή), πρβλ. αυτό ζως, δί ζως] …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ԿԻՍԱԿԵՆԴԱՆ — ( ) NBH 1 1097 Chronological Sequence: 11c, 13c ա. ἠμίζωος semivivus. Անկատար ʼի կենդանութեան, եւ կիսամահ. կիսամեռ. ... *Թերի նկարի սաղմն կիսակենդան. Վրդն. թուոց.: *Կիսակենդան համարեա՛ զմազ. Մագ. ՟Ի՟Զ: *Կիսակենդան անկեալ դնէր. Սկեւռ. աղ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”